DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
ontelo form.
chem. διάκενο κοιλότητας καλουπιού; διάκενο αποτυπώματος
construct. κοίλωμα
industr., construct., chem. κοιλότητα
industr., construct., met. κενό απο συρρίκνωση; φυσαλίδα κενού
mater.sc. κενό
transp. φυσαλίδα
ontelo
: 2 phrases in 1 subject
Physical sciences2