DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
oja form.
agric., industr. χαντάκι
environ. τάφρος; αντιπλημυρικό ανάχωμα; φράγμα; αντιπλημυρικό ανάχωμα/φράγμα/τάφρος
oja
: 1 phrase in 1 subject
Municipal planning1