DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
oikeudenkäyttöalue abbr.
environ. δικαιοδοσία; αρμοδιότητα; δωσιδικία
law, environ. αρμόδιo δικαστήριo, δικαιoδoσία; δικαιοδοσία/αρμοδιότητα/δωσιδικία