DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ohjaustappi form.
el. πείρος οδήγησης
industr., construct. οδηγός κεντρώσεως; οδηγός συναρμογής
industr., construct., chem. κατευθυντήρια ράβδος
mech.eng. πείρος; καθοδηγητικό στέλεχος; οδηγός διάτρησης; γόμφος
met. πείρος εντοπισμού; πείρος κλεισίματος
met., mech.eng. τεμάχια συγκράτησης