DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ohjauskisko form.
construct. δόντι
industr., construct. μπάρα νηματοδηγών
mater.sc. οδηγός
met., mech.eng. οδηγός τροχιά
transp. κατευθυντήρια σιδηροτροχιά; κεντρική σιδηροτροχιά; σιδηροτροχιά καθοδήγησης
transp., construct. μεμονωμένο υποστήλωμα οδοστρώματος
transp., met. αντιτροχιά; κόντρα-ράγια; πηδάλιο διευθύνσεως; προστατευτική σιδηροτροχιά