DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ohjaamo n
forestr. καμπίνες f; θάλαμος οδηγού; καμπίνα οδηγού; καμπίνα f
transp. διαμέρισμα οδηγού
transp., agric. θάλαμος οδήγησης
transp., avia. θάλαμος διακυβέρνησης; θάλαμος του πιλότου αεροπλάνου; καμπίνα κυβερνήτη αεροσκάφους; καμπίνα πιλότου