DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
nostaa form.
commun. βαθμιαία αυξομείωση της εξόδου ενός καναλιού; βαθμιαία εξασθένηση; διάλειψη; σβήσιμο
fish.farm. βιράρω
law, lab.law. προσαυξάνω
transp. ορθώνω περιστρεφόμενη σκάλα