DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
neula form.
forestr. πείρος; καρφίδα; περόνη
industr., construct. βελόνα
industr., construct., chem. Mστός λεπτός; μαστός με οξεία μύτη
industr., construct., met. πυρίμαχος μαστός; βελόνα ινοποιητού
neula
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Statistics1