DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
mutka form.
chem. μπορντούρα
fish.farm. αγκώνας αγκιστριού
forestr. καμπύλη; κάμψη; κύρτωση; λυγίζω; κούρμπα
hobby, agric. καμπύλη του αγκιστριού
met. πτύχωση