DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
murske form.
agric. κηλίδα; μωλώπιση; μώλωψ
forestr. κυκλικό μηχάνημα θρυμματισμού ξύλων
transp. θραυστοί λίθοι; σκύρα οδοποιίας