DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
lovi abbr.
industr., construct., chem. αλυσσίδα μεταφοράς; Διάτρηση; Kορδόνι
med. κόψιμο αλυσίδας
met. εγκοπή; εντομή; φθορά κοπτικής ακμής
lovi
: 5 phrases in 5 subjects
Marketing1
Materials science1
Mechanic engineering1
Metallurgy1
Technology1