DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
liittymä n
commun. συνδρομητική σύνδεση
commun., IT συνδρομή
comp., MS κέλυφος m; διασύνδεση
law συνδετικός παράγοντας
transp. κόμβος m; διασταύρωση οδών; σταυροδρόμι
liittymä
: 5 phrases in 1 subject
Microsoft5