DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
liite n
gen. παράρτημα f
commun. ένθετο; προσθήκη; παρεμβαλλόμενο έντυπο
comp., MS συνημμένo
-liite n
commun. παρεμβαλλόμενο
liite- n
commun. παρεμβαλλόμενο
Liite n
comp., MS Συνημμένο m
liite
: 3 phrases in 2 subjects
Communications2
Microsoft1