DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
lenkki form.
agric. δακτύλιος; κρίκος; συνδετικό στοιχείο; χαλκάςκν.
forestr. κολάρο; σύνδεση συρματοσχοίνων; βρόγχος
industr., construct. στενή μπανέλα
stat., commun., scient. γραμμή
textile θηλειά