DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
leima form.
agric. επιφάνεια δένδρου γυμνή φλοιού; σφραγίς επί κορμού
forestr. παρέμβυσμα; στεγανοποίηση
industr., construct., met. μαρκάρισμα
social.sc. στιγματισμός
transp. ένσημο κάρτας εισιτηρίου