DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
leikkuu form.
forestr., industr., construct. τμήμα καθαρής επιφάνειας
industr., construct., met. κόψιμο με ψαλίδι
met. κοπή χωρίς απόβλητα; διαμελισμός
leikkuu
: 5 phrases in 1 subject
Agriculture5