DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
leikkuri form.
agric. καπνοθεριστική μηχανή; μαχαίρι κοπής
forestr. κόπτης; κοπτήρας
industr., construct. ψαλίδι ξυλόφυλλων
industr., construct., mech.eng. κοπτήρας ξυλοφύλλων; μηχανή τεμαχισμού
IT, agric. συρραπτικό εξάρτημα κλεισίματος
IT, el. ψαλιδιστής; μετατροπέας; περιοριστής
met. μηχανικό εργαλείο που εργάζεται διά διατμήσεως
nat.sc., agric. μηχανή κοπής; μηχανή λιανίσματος
leikkuri
: 6 phrases in 4 subjects
Agriculture2
General1
Industry2
Natural sciences1