DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
leikkausviiva form.
construct. δίεδρος με μίαν έδραν κατακόρυφον και την άλλην επικλινή
industr., construct., mech.eng. δίοδος,τροχιά κοπής
scient. τομή
transp., mater.sc. γραμμή προσαρμογής; γραμμή αποκοπής