DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
leikata v
comp., MS αποκοπή
forestr. Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση
industr., construct. κουρεύω; ξυρίζω; φινίρω το πέλος του υφάσματος
met. διαμελίζω; κόβω χωρίς απόβλητα
met., mech.eng. διατέμνω