DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
laudoitus form.
gen. ξύλωσις,σανίδωσις
agric. εντερόνεια πυθμένα; εσωτερική ξύλινη επένδυση πλοίου; πανιόλακν.; φοδράρισμακν.
mun.plan., construct. Σανίδωση σανίδωμα