DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
lasittaa form.
environ. στιλπνότητα; υαλόπαγος/εφυάλωση/στιλπνότητα/διαφανές χρώμα
industr., construct., met. γυαλώνω; τοποθετώ υαλοπίνακες