DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
lasite form.
environ. υαλόπαγος; διαφανές χρώμα; εφυάλωση; στιλπνότητα; υαλόπαγος/εφυάλωση/στιλπνότητα/διαφανές χρώμα
industr., construct., chem. Σμάλτο διαφανές
met. υλικό εφυάλωσης
lasite
: 5 phrases in 2 subjects
Chemistry3
Industry2