DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
lanka n
econ. σύρμα f
fish.farm. νήμα για δίχτυα; κλώσμα διχτυού χωρίς κόμπους
forestr. καλώδιο
industr., construct. άκρια; κλωστή; φιτίλι; κλωστή,νήμα
industr., construct., met. λεπτή κλωστή; λεπτό νήμα; κρύο νήμα
lanka- n
comp., MS ενσύρματος