DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
lajittelu n
gen. διαλογή
comp., MS σειρά ταξινόμησης
environ. διαχωρισμός m
industr., construct. διαλέγω
tech., industr., construct. κλασσάρισμα; κοσκίνισμα f; ταξινόμησις m; υπαγωγή
work.fl. κατάταξη; ταξιθέτηση; ταξινόμηση
lajittelu
: 5 phrases in 3 subjects
Communications2
Environment2
Industry1