DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
laitteisto n
agric. φυτό m
comp., MS υλικό m
IT υλισμικό
IT, tech. hardware
mech.eng. εξοπλισμός
stat., el. ηλεκτρικός εξοπλισμός
tietokonelaitteisto n
environ. Υλικό Η/Υ