DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
laadunvalvonta n
agric. έλεγχος ποιοτικής σταθερότητας
comp., MS διασφάλιση ποιότητας
environ. έλεγχος ποιότητας; ποιοτικός έλεγχος; έλεγχος ποιότητας/ποιοτικός έλεγχος
laadunvalvonta
: 2 phrases in 2 subjects
Economics1
Statistics1