DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
läpilyönti form.
gen. διαχωρισμός
commun., chem. διείσδυση
earth.sc. διάσπαση; ηλεκτρική διάσπαση; διάτρηση
el. διακοπή; κατάρρευση; διαπέρασμα; για ελεγχόμενο Ανορθωτή Πυριτίου
mech.eng., el. διηλεκτρική εκκένωση; υπερπήδηση
läpilyönti
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1