DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
lämmityslaite form.
agric. προθερμαντήρας; θερμαντήρας
forestr. λέβητας; καυστήρας
tech., industr., construct. συστοιχία θέρμανσης
transp. θερμαντική συσκευή