DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kytkentä form.
construct. σύνδεση δοκών
earth.sc., mech.eng. σύζευξη αξόνων
el. σύζευξη; συνδεσμολογία; σύνδεση; μεταβίβαση; μεταγωγή; όδευση
health. φάση σύζευξης
med. συνένωση γονιδίων; σύνδεσμος γονιδίων; απαγωγή ηλεκτροκαρδιογράφησης
transp., industr. σύνδεσμος
kytkentä
: 1 phrase in 1 subject
Industry1