DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kynnysarvo n
comp., MS όριο
earth.sc., mech.eng. κατώφλι m
environ. οριακή τιμή; τιμή κατωφλίου; τιμή αποκλεισμού; οριακή τιμή/τιμή κατωφλίου