DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kuulovamma form.
environ. διαταραχή εξασθένιση της ακοής; διαταραχή εξασθένιση της ακοής
health. ανωμαλίες ακοής
med. ακουστική αναπηρία; ακουστικό τραύμα; ακουστική έλλειψη