DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kuristin form.
gen. στραγγαλιστικό πηνίο
el. στοιχείο αποπνιγμού; επαγωγικό πηνίο; επαγωγέας; πηνίο; πηνίο αυτεπαγωγής
transp. διακριβωμένη δίοδος; διακριβωμένη οπή
kuristin
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1