DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kuoriminen form.
agric., food.ind. αποφλοίωση; ξεφλούδισμα
agric., food.ind., mater.sc. απολεπύρωση
coal., construct. εκσκαφή κατά λεπτάς στρώσεις
food.ind. άνοδος της κρέμας; αποκορύφωση; αυτόματος αποκορύφωση
industr., construct., met. απόσπαση άκρου
pharma., food.ind. αποκελύφωση