DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kuitukimppu abbr.
el. δέσμη ινών; οδηγός φωτός
industr., construct. από ίνες; δέμα; μούτσο; πακέτο
industr., construct., chem. Σωρός
tech., industr., construct. τούφα ινών
kuitukimppu
: 1 phrase in 1 subject
Industry1