DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kouru abbr.
agric., mech.eng. Ολισθητήρας
construct. αύλακα καμπύλης διατομής; λαιμός
el., construct. εσχάρα
environ. αγωγός ξηράς περιόδου
industr., construct. κοίλωμα; σέσουλα
industr., construct., met. κουτάλα; απαγωγός; αυλάκι-αγωγός τροφοδοσίας με σφαιρίδια; λεκάνη διανομής υαλομάζας
life.sc. αμάρα
tech., industr., construct. σχάρα θέρμανσης
transp. αυλάκι; αύλακας; εγκοπή; εντομή; εντορμία; πατούρα; ράβδωση
transp., mil., grnd.forc., construct. ρείθρο
kouru
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Life sciences1