DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
konsistenssi form.
chem. συνεκτικότητα; ικανότητα κάλυψης ανωμαλιών
IT, dat.proc. συνέπεια; αποδειξιμότητα
life.sc. πλαστική συνεκτικότης
life.sc., agric. συνεκτικότης εδάφους
transp. συνοχή