DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
komposti form.
environ. μίγμα οργανικών καταλοίπων; compost; κομπόστ; προϊόν ολικής ή μερικής αποικοδομήσεως; τεχνητή κόπρος; υλικό βιοαποικοδομήσεως; φουσκί
environ., agric. κομπόστα εδάφους
forestr. μίξη οργανικών υλικών για αποσύνθεση
life.sc. γαιοτύρφη
nat.sc., life.sc., agric. κομπόστα; κοπρόχωμα
komposti
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Health care1