DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kolo form.
industr., construct., met. εγκοπή; οδόντωση
market. θέση σε εξειδικευμένο προσοδοφόρο μικρό τομέα της αγοράς
transp. κυψελωτός; κυψελοειδής