DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kohortti form.
health., agric. γενιά; κλάση
math. κοορτή
stat. κοόρτη; στατιστική γενεά; ομάδα ατόμων που έζησαν μαζί ένα γεγονός; ομάδα πληθυσμού; κοορτή
kohortti
: 2 phrases in 1 subject
Statistics2