DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kiintiö n
comp., MS όριο
fin. προσφορά τιμής; προσφορά τιμής χρηματοπιστωτικού μέσου
immigr. μερίδα f; αναλογία f; ποσοστό m
social.sc., lab.law. ποσόστωση
Kiintiö n
comp., MS Βάσει χρήσης