DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kiinnittää v
agric. αράζωκν.; ορμίζω; παραβάλλω; πλευρίζω; προσορμίζω
comp., MS σταθεροποίηση; αγκύρωση; καρφιτσώνω
construct. πακτώνω; στερεώνω
IT Συνάπτω; Στερέωση
law, lab.law. προσλαμβάνω
mech.eng. μοντάρω
transp., nautic. αναδένω; επισκαλμώ; περνώ ένα σχοινί βόλτεςκν.; αμφιδετώ; προσδένω; πρυμνοδετώ
kiinnittää
: 9 phrases in 4 subjects
Industry4
Leather2
Materials science1
Transport2