DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
keskittäminen form.
gen. κεντρικός συντονισμός; τάξη; τοποθέτηση
earth.sc. κεντράρισμα; κεντροθέτηση
environ. συγκέντρωση; συγκεντρωτισμός; συγκέντρωση/συγκεντρωτισμός
IT συνάθροιση
keskittäminen
: 4 phrases in 3 subjects
Economics1
Life sciences2
Microsoft1