DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
keskiarvo n
comp., MS μέσος
forestr. μέση τιμή (μέσος όρος)
math. υποτίθεται μέση; αριθμητικός μέσος; αυθαίρετη καταγωγή; εργασίας καταγωγή? προσωρινή σημαίνει; εργασίας σημαίνει
scient., el. μέση τιμή
stat. μέσος όρος; αυθαίρετη καταγωγή; εργασίας σημαίνει; εργασίας καταγωγή? προσωρινή σημαίνει; υποτίθεται μέση; αριθμητικός μέσος
keskiarvo
: 28 phrases in 6 subjects
Earth sciences1
Finances1
General2
Health care1
Mathematics5
Statistics18