DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kelluke form.
astronaut., transp. Πλωτήρας
industr., construct., met. πλωτήρας επιφανειακής ροής; κυστίδα; ντεμπιτέζ
transp., mech.eng. σύστημα πλωτήρων