DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kauppa n
comp., MS πώληση
environ. εμπορική συναλλαγή; εμπορικό κατάστημα; συνεργείο (εργοστασίου); εμπόριο; επιτήδευμα f; εμπορική δραστηριότητα; επάγγελμα f; εμπορικό κατάστημα/συνεργείο (εργοστασίου); εμπορικό κατάστημα/συνεργείο εργοστασίου
fin. συναλλαγή
law, account., environ. διαμεσολαβητικό εμπόριο
kauppa
: 25 phrases in 5 subjects
Economics16
Environment2
Finances4
General2
Marketing1