| |||
πώληση | |||
εμπορική συναλλαγή; εμπορικό κατάστημα; συνεργείο (εργοστασίου); εμπόριο; επιτήδευμα f; εμπορική δραστηριότητα; επάγγελμα f; εμπορικό κατάστημα/συνεργείο (εργοστασίου); εμπορικό κατάστημα/συνεργείο εργοστασίου | |||
συναλλαγή | |||
διαμεσολαβητικό εμπόριο |
kauppa : 25 phrases in 5 subjects |
Economics | 16 |
Environment | 2 |
Finances | 4 |
General | 2 |
Marketing | 1 |