DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kaukosäätö form.
commun. έλεγχος από απόσταση; τηλεχειρισμός; χειρισμός από απόσταση; τηλεκατευθυνόμενο σύστημα
IT, el. τηλερύθμιση