DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
katkaiseminen form.
commun. εξαναγκασμένη απόλυση
forestr. εγκάρσια κοπή; εγκάρσια τομή
IT αποκοπή; ψαλιδισμός
stat. γαρνίρισμα; ξάκρισμα
katkaiseminen
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1