DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kartoittaa form.
environ. Χάρτης; Χάρτα (νομική πράξη); μελέτη; Χάρτης/Χάρτα νομική πράξη; έρευνα/εξέταση/μελέτη/επιθεώρηση
life.sc. αποτυπώνω; χαρτογραφώ