DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
kapselointi n
agric. μηχανή τοποθετήσεως καψυλλίων; μηχανή τοποθετήσεως μεταλλικών πωμάτων
chem. Συσκευασία σε καψούλες
el. επένδυση με περίβλημα; πακέτο εγκλεισμού; περίβλημα εγκλεισμού
energ.ind., nucl.phys. ενσωμάτωση σε περίβλημα
environ. ενθυλάκωση; εγκλεισμός m; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενδοεδαφικός εγκιβωτισμός