DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
kanavointi n
gen. λειτουργία πολυπλεξίας
commun., transp. διοχετευτική διαρρύθμιση; καναλιζάρισμα
comp., MS πολυπλεξία f
el. διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διανομή σε στάθμη καναλιού; καναλοποίηση; καταμερισμός σε κανάλια
environ. καταμερισμός σε διαύλους; διοχέτευση; καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση
environ., construct. μορφοποίησις κοίτης και οχθών
IT χρήση διαύλων; πολύπλεξη
kanavointi
: 1 phrase in 1 subject
Environment1